- Οτρυνή
- Παραλιακός δήμος της αρχαίας Αττικής, που ανήκε στην Αιγηίδα φυλή. Βρισκόταν στο απέναντι της Σαλαμίνας έδαφος των αττικών ακτών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀτρύνῃ — ὀτρύ̱νῃ , ὀτρύνω stir up aor subj mid 2nd sg ὀτρύ̱νῃ , ὀτρύνω stir up aor subj act 3rd sg ὀτρύ̱νῃ , ὀτρύνω stir up pres subj mp 2nd sg ὀτρύ̱νῃ , ὀτρύνω stir up pres ind mp 2nd sg ὀτρύ̱νῃ , ὀτρύνω stir up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)